-
1 εισανειμι
(только part. praes.) всходить, подниматься(ἠέλιος οὐρανόν εἰσανιών Hom., Hes.)
-
2 εἰσάνειμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσάνειμι
-
3 ἀκαλαρ-ρείτης
ἀκαλαρ-ρείτης, sanft fließend, ἀκαλός u. ῥέω, Hom. zweimal, Iliad. 7, 422 Od. 19, 434 ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας (,) ἐξ ἀκαλαρρείταο βαϑυρρόου Ὠκεανοῖο (οὐρανὸν εἰσανιών); – Orph. Arg. 1055 ἀκαλαρρείτης τε Σαράγγης.
См. также в других словарях:
εισάνειμι — εἰσάνειμι (AM) ανεβαίνω επάνω («Ἠέλιος οὐρανὸν εἰσανιών») … Dictionary of Greek